- διονυσιασμός
- οενθουσιαστική, οργιαστική έξαψη των αισθήσεων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διονυσιασμός — ο (Α διονυσιασμός) [διονυσιάζω] ο εορτασμός τών Διονυσίων νεοελλ. οργιαστική έξαρση, βακχική μανία … Dictionary of Greek